καταποτιοκόπτης

καταποτιοκόπτης
ο
(φαρμ.) εργαλείο τών φαρμακοποιών με το οποίο κατατέμνουν μια φαρμακευτική ζύμη σε χάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπότιο(ν) + -κόπτης (< κόπτης < κόπτω), πρβλ. σιτο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”